εχέκολλος

εχέκολλος
ἐχέκολλος, -ον (Α)
1. γεμάτος κόλλα, κολλώδης, ρητινώδης («ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη», Θεόφρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐχέκολλον
η κόλλα.
επίρρ...
ἐχεκόλλως (Α)
κολλητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε-* (< έχω I) + κόλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐχέκολλος — glutinous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκολλότερον — ἐχέκολλος glutinous adverbial comp ἐχέκολλος glutinous masc acc comp sg ἐχέκολλος glutinous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκόλλως — ἐχέκολλος glutinous adverbial ἐχέκολλος glutinous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχέκολλον — ἐχέκολλος glutinous masc/fem acc sg ἐχέκολλος glutinous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκόλλου — ἐχέκολλος glutinous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκόλλων — ἐχέκολλος glutinous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκόλλῳ — ἐχέκολλος glutinous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχέκολλα — ἐχέκολλος glutinous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκολλοτέρα — ἐχεκολλοτέρᾱ , ἐχέκολλος glutinous fem nom/voc/acc comp dual ἐχεκολλοτέρᾱ , ἐχέκολλος glutinous fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”